- οριγνώμαι
- ὀριγνώμαι, -άομαι (Α)1. εκτείνομαι, απλώνομαι2. αποβλέπω σε κάτι, επιθυμώ κάτι («καὶ ποίας δόξης ὀριγνηθῆναι», Ισοκρ.)3. προσπαθώ να απολαύσω κάτι («Δήμητρος εὐνῆς ὀριγνώμενος», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀριγνῶμαι έχει προέλθει από έναν ενεστ. σε -νᾶμι από το θ. τού ρήματος ὀρέγω*, με έρρινο επίθημα και με κλειστοποίηση τού -ε- σε -ι-].
Dictionary of Greek. 2013.